- καθεκτικοῦ
- καθεκτικόςcapable of holdingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταρσιαίος — α, ο, Ν 1. ανατ. ταρσαίος 2. φρ. α) «ταρσιαίος σωλήνας» (ανατ. ιατρ.) ο πόρος που σχηματίζεται μεταξύ καθεκτικού συνδέσμου τών καμπτήρων μυών τού άκρου ποδιού και τού έσω σφυρού και από τον οποίο διέρχεται και το έσω πελματιαίο νεύρο β) «σύνδρομο … Dictionary of Greek